-
1 заведение
заведение с το ίδρυμα* учебное \заведение το εκπαιδευτικό ίδρυμα* * *сτο ίδρυμαуче́бное заведе́ние — το εκπαιδευτικό ίδρυμα
-
2 заведение
заведениес τό ίδρυμα, τό κατάστημα:учебное \заведение τό ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, τό ἐκπαιδευτήριο. -
3 заведение
-я ουδ.1. ίδρυμα•высшее учебное заведение ανώτερο εκπαιδευτικό’ίδρυμα•
исправительное заведение παλ. αναμορφωτικό ίδρυμα, αναμορφωτήριο•
лечебное заведение θεραπευτήριο•
богоугодное заведение φιλανθρωπικό ίδρυμα.
2. κατάστημα, οίκος•торговое заведение εμπορικό κατάστημα•
трактирное (ή питейное) заведение πανδοχείο, καμπαρέ.
3. ίδρυση, ανέγερση, φτιάξιμο•заведение школ ανέγερση σχολικών κτιρίων.
4. (απλ.) συνήθεια•у нас такое заведение εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.
-
4 заведение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заведение
-
5 учебный
учебн||ыйприл1. σχολικός, διδακτικός:\учебный год τό σχολικό[ν] ἔτος· \учебныйые пособия τά σχολικά βιβλία· \учебныйые часы οἱ \учебный ὠρες μαθημάτων \учебныйые занятия τά μαθήματα· \учебный предмет τό διδασκόμενο μάθημα· \учебныйая программа τό σχολικό πρόγραμμα· \учебныйая часть τό τμήμα σπουδών· \учебныйое заведение τό ἐκπαιδευτικό ίδρυμα·2. (тренировочный) ἐκπαιδευτικός:\учебный батальон τό ἐκπαιδευτικό[ν] τάγμα· \учебныйое судно τό ἐκπαιδευτικόν πλοΐον \учебный полет ἡ ἐκπαιδευτική πτήση. -
6 учебный
διδακτικ/ός, σχολικός- ое пособие - ό βοήθημα, το εγχειρίδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учебный
-
7 высший
-ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.1. ανώτατος, υπέρτατος•-ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•
-командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•
-ее начальство η ανώτατη διοίκηση•
-ая точка το ανώτατο σημείο•
-ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•
-ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2. ανώτερος•-ее образование ανώτερη μόρφωση•
-ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•
-ая школа ανώτερη σχολή•
-ее качество ανώτερη ποιότητα.
εκφρ.высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•- ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•- ее общество – η ανώτερη κοινωνία•в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό. -
8 вуз
вуз м (высшее учебное заведение) το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η ανώτατη σχολή* * *м(вы́сшее у́чебное заведе́ние) το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η ανώτατη σχολή -
9 высший
высший ανώτατος \высший сорт η ανώτατη ποιότητα \высшийее учеб ное заведение το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα \высшийее об разование η ανώτατη εκπαί δευση* * *вы́сший сорт — η ανώτατη ποιότητα
вы́ее уче́бное заведе́ние — το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
вы́ее образова́ние — η ανώτατη εκπαίδευση
-
10 учебный
επ.διδακτικός• σχολικός•-ая программа σχολικό πρόγραμμα•
учебный материал η διδακτική ύλη•
учебный предмет физики το μάθημα της φυσικής•
учебный год σχολικός χρόνος•
учебный час η-διδακτική ώρα•
-ые методы διδακτικές μέθοδες•
-ое пособие διδακτικό βοήθημα.
|| εκπαιδευτικός•-ая стрельба εκπαιδευτική βολή•
-ое заведение εκπαιδευτικό ίδρυμα•
-ое судно εκπαιδευτικό σκάφος•
-ые патроны εκπαιδευτικά φυσίγγια.
-
11 высший
высш||ийприл ἀνώτερος, ἀνώτατος/ ὑπέρτατος (крайний):\высшийее образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· \высшийее учебное заведение τό ἀνώτατο ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, ἡ ἀνωτάτη σχολή· \высший сорт ἡ ἀνωτάτη ποιότης· в \высшийей степени στον ὑπέρτατο βαθμόν \высшийая математика τά ἀνώτερα μαθηματικά· \высшийая мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή.